Τι είναι η Ε.Υ.ΘΥ.Τ.Α.


Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ- ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Εταιρεία Υποστήριξης Θυμάτων Τροχαίων Ατυχημάτων είναι ένας Μη Κερδοσκοπικός, Μη Κυβερνητικός Οργανισμός, στο χώρο της Οδικής Ασφάλειας.
Στη Ρόδο λειτουργεί από τον Ιούνιο 2004 , πρωτοβουλία της Προέδρου Καρύδη Ελένης, θύμα τροχαίου ατυχήματος, μετά από τον χαμό του γιου της Δημήτρη 19 χρόνων στις 12 Φεβρουαρίου 2002, πλαισιωμένη από επιστήμονες, θύματα, συγγενείς τροχαίων δυστυχημάτων και ευαισθητοποιημένα άτομα στο θέμα της Οδικής Ασφάλειας.
Είναι μέλος:

-Της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Θυμάτων Τροχαίων Ατυχημάτων-FEVR (Σύμβουλος του Ο.Η.Ε και του Π.Ο.Υ)
-Υποστηρικτής της Παγκόσμιας Οργάνωσης « MAKE ROADS SAFE »
-Το 2008 υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Χάρτα Οδικής Ασφάλειας, για λιγότερα θύματα με την υποστήριξη της Ε.Ε.
-Αρωγό μέλος του Ε.Δ.Ι.ΠΑ.Β (Εθνικό Δίκτυο Πρόληψης Ατυχημάτων , συμπεριλαμβανομένων των τροχαίων)
-Μέλος της Διακομματικής Επιτροπής Δήμου Ρόδου
-Ιδρυτικό μέλος του Πανελλαδικού Συλλόγου
"SOS ΤΡΟΧΑΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ"
-Υποστηρίζει την Δεκαετία Δράσης 2011-2020 για την Οδική Ασφάλεια
-Συνεργάζεται με φορείς του Δημόσιου του Ιδιωτικού τομέα, με Παγκόσμιους & Ευρωπαϊκούς Φορείς και Οργανισμούς.

Ποιοι είναι οι σκοποί :

+Η υποστήριξη των θυμάτων των Τροχαίων Ατυχημάτων από ομάδα συμβούλων ( νομικών, ιατρών, ειδικών εμπειρογνωμόνων, συγκοινωνιολόγων, μηχανολόγων, εκπαιδευτικών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών ).

+Η ανάπτυξη αλληλεγγύης μεταξύ των θυμάτων των Τροχαίων Ατυχημάτων( ηθική υποστήριξη ).

+Η οργανωμένη παρέμβαση και η κοινωνική πίεση προς τους φορείς της πολιτείας, για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας και την μείωση των τροχαίων ατυχημάτων.

+Η υποστήριξη η ανάληψη και προώθηση δραστηριοτήτων σε θέματα τα οποία προάγουν την οδική ασφάλεια, την κυκλοφοριακή αγωγή, την έρευνα, την ενημέρωση , την ευαισθητοποίηση των πολιτών των ιδιαίτερα ευάλωτων ηλικιών (μαθητών, ηλικιωμένων).

Ποιο είναι το Δυναμικό της:

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, διαθέτει ένα τεχνοκρατικό πυρήνα από επιστήμονες- μέλη διαφόρων κλάδων ( Υγειονομικούς, Νομικούς, Εκπαιδευτικούς, Μηχανολόγους- Μηχανικούς, Πραγματογνώμονες, Συγκοινωνιολόγους, Οικονομολόγους, Αναλυτές Η/Υ, Ψυχολόγους, Κοινωνικούς Λειτουργούς).

Το δυναμικό της ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, ανταποκρίνεται απόλυτα στις υψηλές απαιτήσεις σοβαρών ερευνητικών προγραμμάτων, με θέμα την Οδική Ασφάλεια, την πρόσληψη και την μείωση των Τροχαίων Ατυχημάτων.

Διαθέτει επίσης ένα αξιόλογο επιτελείο έμπειρων επιστημόνων, που της επέτρεψε ως τώρα να πραγματοποιήσει πολλαπλές εκπαιδευτικές- ενημερωτικές δράσεις με στόχο τη βελτίωση της Οδικής Συμπεριφοράς.

Ποιες είναι οι Δραστηριότητές της:

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, συμβάλλει δραστικά στην ενημέρωση των πολιτών για την Οδική Ασφάλεια, την πρόληψη και την μείωση των τροχαίων ατυχημάτων και παρέχει σε μόνιμη βάση Νομική, Ιατρική, Ψυχολογική και Κοινωνική Υποστήριξη σε θύματα και συγγενείς θυμάτων Τροχαίων Ατυχημάτων όταν αυτή ζητηθεί.

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, έχει διοργανώσει εκδηλώσεις ( Ημερίδες, Έκθεση φωτογραφίας , Δράσεις σε ανοικτούς χώρους, Διδασκαλία σε Σχολεία Α/ας και Β/ας Εκπαίδευσης, Σεμινάρια σε κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, Ενημερωτικές ομιλίες σε Δήμους της Ρόδου) στο πλαίσιο της ενημέρωσης των πολιτών σε θέματα που προάγουν την Οδική Ασφάλεια και έχει κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις στους φορείς σε θέματα Οδικής Ασφάλειας.

Έχει εκδώσει ενημερωτικά έντυπα με έγκυρη επιστημονική πληροφόρηση σε θέματα Οδικής Ασφάλειας.

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, πιστεύει ότι για την επίτευξη αποτελεσμάτων χρειάζεται δραστηριοποίηση από τους πολίτες, υποστήριξη από τον κρατικό μηχανισμό και αλλαγή της αρνητικής νοοτροπίας στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να απαλλαγούμε από την ιδιότητα της Ευρωπαϊκής χώρας με μεγάλο αριθμό Θυμάτων Τροχαίων δυστυχημάτων και με επικίνδυνους δρόμους για ασφαλή οδήγηση.

http://www.efhtita.gr















10 Ιαν 2015

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ – ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΒΛΑΒΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ Ή ΥΓΕΙΑΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ.

Γιάννη Μ. Κοτζαμανίδη, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω *
Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.
Οπως είναι γνωστό, η παραγραφή εν επιδικία, κατά την πάγια και ομόφωνη άποψη της Θεωρίας και της Νομολογίας, συνιστά ειδικά ρυθμιζόμενη περίπτωση της παραγραφής, ως θεσμού του ουσιαστικού δικαίου, που συμπλέκεται και ρυθμίζεται σε ορισμένα σημεία του και από το δικονομικό δίκαιο.
Η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση της παραγραφής του δικαιώματος εκδηλώνεται, όταν η αξίωση γίνει επίδικη με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και οι διάδικοι αδρανούν ως προς την επίσπευση της δίκης.
Το ζήτημα, το οποίο πρόσφατα έχει ανακύψει, ανάγεται στο τι ακριβώς ισχύει, πλέον, και σε ποιο βαθμό έχουν επηρρεαστεί τα μέχρι τούδε γνωστά δεδομένα της παραγραφής εν επιδικία, μετά τις τροποποιητικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις του Ν. 4139/2013 και, ειδικώτερα, του άρθρου 261 ΑΚ.
Η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής δεν έχει πλέον, όπως μέχρι πρόσφατα συνέβαινε, περιορισμένη διάρκεια, αλλά διαρκεί μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης (άρθρ. 261 παρ. 1 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013), υπό την επιφύλαξη πάντοτε της παρ. 2 του ίδιου (τροποποιημένου) άρθρου, που ρυθμίζει τα της δικονομικής αδρανείας των διαδίκων και προβλέπει επανέναρξη της παραγραφής μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου και των διαδίκων, που διακόπτεται εκ νέου, εφ’ όσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης.
Η διαφορά σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο είναι σαφής. Κατά την προηγούμενη ρύθμιση, με την άσκηση της αγωγής η διακοπείσα παραγραφή, άρχιζε εκ νέου. Αντίθετα με την ρύθμιση του Ν. 4139/2013, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής και αρχίζει και πάλι απ’ την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων, μετά από
----------------------------------------------------------------------------------------------------
* Την εισήγηση αυτή αφιερώνω στη μνήμη της συνεργάτιδός μου Βούλας Π. Δαστερίδου, ενός σπάνιου, μοναδικού και ξεχωριστού ανθρώπου και Δικηγόρου, που έφυγε πρόωρα από κοντά μας.
 
έξι (6) μήνες απ’ την τελευταία διαδικαστική πράξη των ίδιων ή του Δικαστηρίου.
Όπως είναι προφανές, με τις ανωτέρω τροποποιήσεις και, κυρίως, με την ρύθμιση της νέας παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., ο Νομοθέτης επιχειρεί, να επιλύσει, εκ των ενόντων, το πρόβλημα, το οποίο έχει δημιουργηθεί στα μεγάλα, ως επί το πλείστον, Πρωτοδικεία της Χώρας, με τις βραχυχρόνιες παραγραφές, που συμπληρώνονταν μεταξύ της ασκήσεως της αγωγής και της συζητήσεώς της, όταν αυτή (λόγω των γνωστών προβλημάτων υλικοτεχνικής υποδομής και στελέχωσης) προσδιορίζεται σε απώτερο χρόνο, που υπερκαλύπτει τον χρόνο της παραγραφής.
Με δεδομένη, όμως, την προχειρότητα και την ανορθόδοξη νοοτροπία επιφανειακής επίλυσης τέτοιου είδους προβλημάτων, που χαρακτηρίζει ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, η πιο πάνω ρύθμιση, αντί να δώσει άμεση και σαφή απάντηση στο πρόβλημα, που υποτίθεται ότι ήθελε να επιλύσει, δημιούργησε, εκ των πραγμάτων, μια άνευ προηγουμένου σύγχυση, σχετικά με την βούληση του Νομοθέτη, ειδικά ως προς την έννοια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 261 Α.Κ. και, ως συνήθως, παρήγαγε πληθώρα ερμηνευτικών ζητημάτων, τα οποία καλείται, για μια ακόμη φορά, να επιλύσει η Νομολογία των Αστικών Δικαστηρίων και η Επιστήμη του Δικαίου.
Εξυπακούεται, ότι είναι αντικειμενικά ανέφικτο στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσης εισήγησης να αναπτυχθούν εκτενώς και να αναλυθούν πλήρως τα ερμηνευτικά αυτά προβλήματα, που αφορούν κυρίως την παράγραφο 2 του άρθρου 261 Α.Κ.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική, ως προς το ζήτημα αυτό, είναι η, από κάθε άποψη, εξαιρετική, εύστοχη και τεκμηριωμένα θεμελιωμένη μελέτη της Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δήμητρας Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, με θέμα «Η νέα ρύθμιση για την διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής. Μια πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων» (ΕΠΟΛΔ 2013, σελ. 441), στην οποία παραπέμπουμε για εκτενέστερη ενημέρωση.
Στα πλαίσια της εισήγησης αυτής θα περιορισθούμε σε μια συνοπτική αναφορά των δεδομένων της νέας ρύθμισης και σε μια σχηματική καταγραφή του, σύμφωνα με την, κατά την άποψή μας, αληθή βούληση του Νομοθέτη, ορθού τρόπου εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Προεισαγωγικά επισημαίνεται, ότι η πρώτη παράγραφος του νέου άρθρου 261 Α.Κ. δεν επέφερε καμμία αλλαγή στο προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την ρύθμιση της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, που αποτελεί επίσης αντικείμενο της εισήγησής μας αυτής.
 
Το ίδιο ισχύει και για την ρύθμιση του άρθρου 268 Α.Κ., στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, η οποία δεν επηρεάστηκε σε κανένα απολύτως σημείο της από το άρθρο 261 Α.Κ.
Υπό τα συγκεκριμένα αυτά δεδομένα, με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί μια, όσο το δυνατόν, σύντομη περιπτωσιολογική αναφορά στις  προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 261 ΑΚ και στις έννομες συνέπειες των προβλεπόμενων απ’ αυτήν ρυθμίσεων(άσκηση – έννοια αγωγής, προϋποθέσεις διακοπής της παραγραφής και έκταση αυτής, έννοια της διαδικαστικής πράξης κ.ο.κ.).
Ιδιαίτερη, όμως, σημασία και βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο ειδικώτερο και άμεσα συνυφασμένο με το ουσιαστικό αντικείμενο του παρόντος Συνεδρίου ζήτημα της επιμήκυνσης του χρόνου της παραγραφής στις περιπτώσεις βλάβης σώματος ή υγείας συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, των λεγομένων, δηλαδή, «ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ».
Β.- ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261 Α.Κ. 


Πηγή:
Γιάννη Μ. Κοτζαμανίδη, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω *
Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.
Οπως είναι γνωστό, η παραγραφή εν επιδικία, κατά την πάγια και ομόφωνη άποψη της Θεωρίας και της Νομολογίας, συνιστά ειδικά ρυθμιζόμενη περίπτωση της παραγραφής, ως θεσμού του ουσιαστικού δικαίου, που συμπλέκεται και ρυθμίζεται σε ορισμένα σημεία του και από το δικονομικό δίκαιο.
Η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση της παραγραφής του δικαιώματος εκδηλώνεται, όταν η αξίωση γίνει επίδικη με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και οι διάδικοι αδρανούν ως προς την επίσπευση της δίκης.
Το ζήτημα, το οποίο πρόσφατα έχει ανακύψει, ανάγεται στο τι ακριβώς ισχύει, πλέον, και σε ποιο βαθμό έχουν επηρρεαστεί τα μέχρι τούδε γνωστά δεδομένα της παραγραφής εν επιδικία, μετά τις τροποποιητικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις του Ν. 4139/2013 και, ειδικώτερα, του άρθρου 261 ΑΚ.
Η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής δεν έχει πλέον, όπως μέχρι πρόσφατα συνέβαινε, περιορισμένη διάρκεια, αλλά διαρκεί μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης (άρθρ. 261 παρ. 1 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013), υπό την επιφύλαξη πάντοτε της παρ. 2 του ίδιου (τροποποιημένου) άρθρου, που ρυθμίζει τα της δικονομικής αδρανείας των διαδίκων και προβλέπει επανέναρξη της παραγραφής μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου και των διαδίκων, που διακόπτεται εκ νέου, εφ’ όσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης.
Η διαφορά σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο είναι σαφής. Κατά την προηγούμενη ρύθμιση, με την άσκηση της αγωγής η διακοπείσα παραγραφή, άρχιζε εκ νέου. Αντίθετα με την ρύθμιση του Ν. 4139/2013, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής και αρχίζει και πάλι απ’ την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων, μετά από
----------------------------------------------------------------------------------------------------
* Την εισήγηση αυτή αφιερώνω στη μνήμη της συνεργάτιδός μου Βούλας Π. Δαστερίδου, ενός σπάνιου, μοναδικού και ξεχωριστού ανθρώπου και Δικηγόρου, που έφυγε πρόωρα από κοντά μας.
 
έξι (6) μήνες απ’ την τελευταία διαδικαστική πράξη των ίδιων ή του Δικαστηρίου.
Όπως είναι προφανές, με τις ανωτέρω τροποποιήσεις και, κυρίως, με την ρύθμιση της νέας παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., ο Νομοθέτης επιχειρεί, να επιλύσει, εκ των ενόντων, το πρόβλημα, το οποίο έχει δημιουργηθεί στα μεγάλα, ως επί το πλείστον, Πρωτοδικεία της Χώρας, με τις βραχυχρόνιες παραγραφές, που συμπληρώνονταν μεταξύ της ασκήσεως της αγωγής και της συζητήσεώς της, όταν αυτή (λόγω των γνωστών προβλημάτων υλικοτεχνικής υποδομής και στελέχωσης) προσδιορίζεται σε απώτερο χρόνο, που υπερκαλύπτει τον χρόνο της παραγραφής.
Με δεδομένη, όμως, την προχειρότητα και την ανορθόδοξη νοοτροπία επιφανειακής επίλυσης τέτοιου είδους προβλημάτων, που χαρακτηρίζει ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, η πιο πάνω ρύθμιση, αντί να δώσει άμεση και σαφή απάντηση στο πρόβλημα, που υποτίθεται ότι ήθελε να επιλύσει, δημιούργησε, εκ των πραγμάτων, μια άνευ προηγουμένου σύγχυση, σχετικά με την βούληση του Νομοθέτη, ειδικά ως προς την έννοια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 261 Α.Κ. και, ως συνήθως, παρήγαγε πληθώρα ερμηνευτικών ζητημάτων, τα οποία καλείται, για μια ακόμη φορά, να επιλύσει η Νομολογία των Αστικών Δικαστηρίων και η Επιστήμη του Δικαίου.
Εξυπακούεται, ότι είναι αντικειμενικά ανέφικτο στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσης εισήγησης να αναπτυχθούν εκτενώς και να αναλυθούν πλήρως τα ερμηνευτικά αυτά προβλήματα, που αφορούν κυρίως την παράγραφο 2 του άρθρου 261 Α.Κ.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική, ως προς το ζήτημα αυτό, είναι η, από κάθε άποψη, εξαιρετική, εύστοχη και τεκμηριωμένα θεμελιωμένη μελέτη της Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δήμητρας Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, με θέμα «Η νέα ρύθμιση για την διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής. Μια πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων» (ΕΠΟΛΔ 2013, σελ. 441), στην οποία παραπέμπουμε για εκτενέστερη ενημέρωση.
Στα πλαίσια της εισήγησης αυτής θα περιορισθούμε σε μια συνοπτική αναφορά των δεδομένων της νέας ρύθμισης και σε μια σχηματική καταγραφή του, σύμφωνα με την, κατά την άποψή μας, αληθή βούληση του Νομοθέτη, ορθού τρόπου εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Προεισαγωγικά επισημαίνεται, ότι η πρώτη παράγραφος του νέου άρθρου 261 Α.Κ. δεν επέφερε καμμία αλλαγή στο προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την ρύθμιση της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, που αποτελεί επίσης αντικείμενο της εισήγησής μας αυτής.
 
Το ίδιο ισχύει και για την ρύθμιση του άρθρου 268 Α.Κ., στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, η οποία δεν επηρεάστηκε σε κανένα απολύτως σημείο της από το άρθρο 261 Α.Κ.
Υπό τα συγκεκριμένα αυτά δεδομένα, με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί μια, όσο το δυνατόν, σύντομη περιπτωσιολογική αναφορά στις  προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 261 ΑΚ και στις έννομες συνέπειες των προβλεπόμενων απ’ αυτήν ρυθμίσεων(άσκηση – έννοια αγωγής, προϋποθέσεις διακοπής της παραγραφής και έκταση αυτής, έννοια της διαδικαστικής πράξης κ.ο.κ.).
Ιδιαίτερη, όμως, σημασία και βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο ειδικώτερο και άμεσα συνυφασμένο με το ουσιαστικό αντικείμενο του παρόντος Συνεδρίου ζήτημα της επιμήκυνσης του χρόνου της παραγραφής στις περιπτώσεις βλάβης σώματος ή υγείας συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, των λεγομένων, δηλαδή, «ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ».
Β.- ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261 Α.Κ. 
...





Πηγή:www.esd.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: